- περίφρα(γ)μα
- το загородка; ограда, забор; изгородь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
περιφράσας — περιφρά̱σᾱς , περιφράζομαι think fut part act fem acc pl (doric) περιφρά̱σᾱς , περιφράζομαι think fut part act fem gen sg (doric) περιφράσᾱς , περιφράζομαι think aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφράσαι — περιφρά̱σᾱͅ , περιφράζομαι think fut part act fem dat sg (doric) περιφράζομαι think aor inf act περιφράσαῑ , περιφράζομαι think aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)